Γνάθων

Γνάθων
Γνάθων
full-mouth
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γνάθων — Γνάθων, ο (Α) [γνάθος] αυτός που έχει το στόμα μπουκωμένο, ο φαγάς, ο παράσιτος …   Dictionary of Greek

  • γνάθων — γνάθος jaw fem gen pl γνάθων full mouth masc nom/voc sg γναθόω hit on the cheek imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γναθόω hit on the cheek imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γνάθωνα — Γνάθων full mouth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάθωνα — γνάθων full mouth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γνάθωνι — Γνάθων full mouth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάθωνι — γνάθων full mouth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γνάθωνος — Γνάθων full mouth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάθωνος — γνάθων full mouth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • φατνιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οδοντικά φατνία 2. φρ. α) «φατνιακό πέταλο» το μέρος τού οστού τών γνάθων στο οποίο βρίσκονται τα φατνία τών δοντιών β) «φατνιακό τόξο» το τόξο που σχηματίζεται από τις αποφύσεις τών γνάθων οι οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”